τάραξη

τάραξη
η / τάραξις, -εως, ΝΜΑ [ταράσσω]
σύγχυση, ψυχική ταραχή, αναστάτωση («ποιεῑν τινα δοκεῑ ζέσιν ἐν ἀρχῇ καὶ τάραξιν ὁ ἔρως», Πλούτ.)
αρχ.
1. ιατρ. εντερική διαταραχή
2. (σχετικά με τα μάτια) θόλωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταράξῃ — ταράξηι , τάραξις confusion fem dat sg (epic) ταράσσω stir aor subj mid 2nd sg ταράσσω stir aor subj act 3rd sg ταράσσω stir fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράξηι — τάραξις confusion fem dat sg (epic) ταράξῃ , ταράσσω stir aor subj mid 2nd sg ταράξῃ , ταράσσω stir aor subj act 3rd sg ταράξῃ , ταράσσω stir fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάραξις — άξεως, ἡ, ΜΑ βλ. τάραξη …   Dictionary of Greek

  • ταραξιάρικος — η, ο, Ν [τάραξη] ταραχοποιός, ταραξίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”